κλαμπ

κλαμπ
το
λέσχη, εντευκτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. club].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νάιτ κλαμπ — (αγγλ. night club). Νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεων, οι θαμώνες του οποίου χορεύουν και παρακολουθούν ελαφρά θεάματα ποικιλιών. To ν.κ. αμερικανικό, αντίστοιχο των γαλλικών cafe chantant, cabaret και tabarin πρωτοεμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες …   Dictionary of Greek

  • νάιτ-κλάμπ — το άκλ. νυκτερινό κέντρο διασκεδάσεως στο οποίο δίνεται μουσικοχορευτικό πρόγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. night club, αρχική σημ. «νυκτερινή λέσχη»] …   Dictionary of Greek

  • ΠΕΝ Κλαμπ — (PEN Club). Προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων poets (ποιητές), essayists (δοκιμιογράφοι) και novelists (μυθιστοριογράφοι). Παγκόσμια οργάνωση συγγραφέων, εκδοτών και μεταφραστών με κέντρα τις κυριότερες χώρες του κόσμου, σκοπός της… …   Dictionary of Greek

  • Έλινγκτον, Ντιουκ — (Edward Kennedy «Duke» Ellington, Ουάσινγκτον 1899 – Νέα Υόρκη 1974). Αφροαμερικανός μουσικός. Ξεκίνησε να μελετά πιάνο και σχέδιο σε ηλικία επτά ετών και το 1915 εμφανίστηκε ως πιανίστας στο κέντρο όπου εργαζόταν ως σερβιτόρος. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • Club Kalamaria — Infobox Football club current = clubname = Club Kalamaria fullname = Club Kalamaria nickname = The Stars founded = 22 October 2005 ground = St. George Stadium , Nea Krini, Kalamaria capacity = 1,200 chairman = flagicon|Greece Michael Kolesidis… …   Wikipedia

  • βαριετέ — Ελαφρύ θεατρικό είδος, χωρίς ενιαία υπόθεση, με επικρατέστερο τον μουσικό χαρακτήρα. Ο όρος σημαίνει και το θέατρο όπου παρουσιάζεται το β. Ως θέαμα μπορεί να αναχθεί στις μεσαιωνικές παραστάσεις των γελωτοποιών. Στοιχεία του β. υπάρχουν και στο… …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • τένις — Αθλοπαιδία, στην οποία οι αθλητές χτυπούν, με τη βοήθεια ρακέτας, μια μπάλα. Παίζεται σε ειδικό γήπεδο, το λεγόμενο κορτ. Πρόδρομος του τ. ήταν μια αθλοπαιδία, με μπάλα επίσης, που την έριχναν επάνω από ένα δίχτυ με την παλάμη. Η αθλοπαιδία αυτή… …   Dictionary of Greek

  • αρχέτυπα — Βιβλία που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας έως και το 1501. Τα α. είναιδύο ειδών: ξυλογραφικά και τυπογραφικά. Τα πρώτα τυπώνονταν από ξύλινες πλάκες, πάνω στις οποίες χάραζαν τις λέξεις. Τα δεύτερα είχαν τυπογραφικά κινητά στοιχεία,… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”